- υπερμεγέθως
- ΜΑεπίρρ. βλ. υπερμεγέθης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερμεγέθης — υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος αρχ. (για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος. επίρρ... ὑπερμεγέθως ΜΑ με… … Dictionary of Greek